
Μιλάνε όλοι εκτός από την Ελλάδα: Όταν η σιωπή στα διεθνή φόρα γίνεται στάση υποταγής
Από την εθνική αξιοπρέπεια στην προφορά BBC: πώς οι Έλληνες αξιωματούχοι "ξεχνάνε" τα ελληνικά εκεί που ακριβώς πρέπει να τα μιλάνε.
Γλωσσική υποταγή
Έχουμε πρωθυπουργούς, υπουργούς, υφυπουργούς που στις διεθνείς συναντήσεις όπου συμμετέχουν δεν μιλάνε ποτέ Ελληνικά, μιλάνε κυρίως αγγλικά, αλλά και τουρκικά κανας ΥΦΥΠΕΞ. Αισθάνομαι μεγάλη ντροπή με αυτούς.
Σίγουρα δεν είμαι ο μόνος που αισθάνεται ντροπή και είναι απολύτως κατανοητό. Το φαινόμενο Ελλήνων αξιωματούχων που αποφεύγουν να μιλήσουν τη μητρική τους γλώσσα σε διεθνή fora είναι ενδεικτικό μιας βαθύτερης παθολογίας: της εσωτερικευμένης κατωτερότητας, του «ραγιαδισμού» με νέο προσωπείο. Σα να πιστεύουν ότι η ελληνική γλώσσα δεν επαρκεί για τον σύγχρονο κόσμο, ότι είναι δήθεν λιγότερο "χρήσιμη", "λιγότερο σοβαρή", ή ακόμη χειρότερα ντροπιαστική. Και έτσι, αντί να αναδεικνύουν την πολιτισμική και γλωσσική μας ταυτότητα, γίνονται εύκολα γρανάζια ενός τεχνοκρατικού διεθνισμού χωρίς πρόσωπο.
Και εδώ είναι το οξύμωρο: οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες μιλούν στις διεθνείς συνόδους τις γλώσσες τους και αφήνουν τη μετάφραση στους επαγγελματίες. Ο Μακρόν δεν απολογείται για τα γαλλικά του, ούτε ο Σάντσες για τα ισπανικά του, ούτε ο Σολτς για τα γερμανικά του. Αντίθετα, το κάνουν συνειδητά, πολιτισμικά, και στρατηγικά: η γλώσσα είναι ισχύς.
Όταν λοιπόν ένας Έλληνας αξιωματούχος μιλάει στα αγγλικά ενώ μπορεί να μιλήσει στα ελληνικά με διερμηνέα, στέλνει πολλαπλά μηνύματα και κανένα από αυτά δεν είναι υπέρ της χώρας. Το κάνει επειδή θέλει να "ενταχθεί", να δείξει ότι "ανήκουμε", να αποδείξει ότι είναι "κοσμοπολίτης", ή απλώς επειδή βαριέται τη διαδικασία της διερμηνείας. Και εν τέλει, απογυμνώνει τη θέση του από εθνικό βάθος
Η σιωπή των Ελλήνων στα διεθνή φόρα: Όταν η ντροπή γίνεται πολιτική στάση
Υπάρχει μια σιωπή που δεν είναι απλώς αποσιώπηση. Είναι παραίτηση. Στα διεθνή συνέδρια, στις ευρωπαϊκές συνόδους, στις πολυμερείς διασκέψεις, εκεί όπου συγκλίνουν οι εκπρόσωποι των εθνών με τις γλώσσες τους, τις ιστορίες τους, τις κουλτούρες τους, η Ελλάδα στέλνει ανθρώπους που μιλούν… αγγλικά. Ή και τουρκικά. Αλλά όχι ελληνικά.
Έλληνες πρωθυπουργοί, υπουργοί και υφυπουργοί, με αυστηρά κουστούμια και ακόμη αυστηρότερη προφορά Oxford ή CNN, επιλέγουν σταθερά να εκφράζονται σε μια ξένη γλώσσα, λες και η ελληνική είναι ανεπαρκής, ακατάλληλη ή ακόμα και ντροπιαστική για το διεθνές ακροατήριο.
Αυτό δεν είναι απλώς ένα εθιμοτυπικό ατόπημα. Είναι μια πολιτισμική αυτοϋπονόμευση. Μια πράξη που όσο ασήμαντη κι αν φαίνεται κουβαλά τη βαριά σφραγίδα ενός εσωτερικευμένου εθνικού μειονεκτήματος και υποταγής. Ο σύγχρονος ραγιαδισμός δεν φορά πια τούρκικο φέσι. Φορά σακάκι Armani, κρατά tablet, και μιλά άπταιστα αγγλικά αποφεύγοντας ευλαβικά κάθε ελληνική λέξη.
Η γλώσσα είναι πολιτική
Δεν χρειάζεται να είσαι γλωσσολόγος για να το καταλάβεις: η γλώσσα που χρησιμοποιεί ένας ηγέτης σε διεθνές επίπεδο είναι πολιτική πράξη. Ο Γάλλος πρόεδρος θα μιλήσει γαλλικά, ακόμη κι αν όλοι στο πάνελ μιλούν αγγλικά. Ο Γερμανός καγκελάριος, το ίδιο. Ο Ισπανός, ο Ιταλός, ο Πολωνός όλοι χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους και περιμένουν να μεταφραστούν. Όχι γιατί δεν γνωρίζουν αγγλικά, αλλά γιατί καταλαβαίνουν το αυτονόητο: όταν μιλάς τη γλώσσα σου, φέρνεις στο τραπέζι τον πολιτισμό σου, τη νοοτροπία σου, την ιδιοσυγκρασία σου. Δεν παριστάνεις τον "διεθνή", είσαι εσύ, με τα δικά σου μέσα.
Μόνο οι Έλληνες αξιωματούχοι ντρέπονται να είναι Έλληνες. Μόνο αυτοί πιστεύουν πως η συμμετοχή σε ένα διεθνές σώμα προϋποθέτει την απάρνηση της γλώσσας τους. Είναι η ίδια βαθιά ριζωμένη ψυχολογία του "να μη φαινόμαστε πίσω", του "να μη μας λένε επαρχιώτες", του "να δείξουμε ότι είμαστε Ευρωπαίοι" – λες και η ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι κάτι που αποκτάται μόνο αν προδώσεις τη δική σου.
Ο ραγιαδισμός με προφορά
Δεν είναι καθόλου αθώα αυτή η επιλογή. Όταν Έλληνας Υφυπουργός Εξωτερικών μιλά τουρκικά "για να δείξει καλή θέληση", το κάνει γιατί θεωρεί ότι η Ελλάδα πρέπει να αποδείξει κάτι, ότι οφείλει να είναι η "καλή", η "ήπια", η "διαλλακτική". Δεν υπάρχει αντίστοιχη κίνηση από την άλλη πλευρά. Η Τουρκία σέβεται τη δική της γλώσσα, την επιβάλλει, την φέρνει ως όπλο σε κάθε τραπέζι.
Αλλά εδώ έχουμε ξεπεράσει την απλή υποχωρητικότητα. Έχουμε περάσει στο πεδίο του πολιτισμικού αυτομαστιγώματος. Μιας βαθιάς ντροπής που έχει εσωτερικευτεί τόσο πολύ, ώστε δεν τη βλέπουν ούτε οι ίδιοι οι φορείς της.
Από τον Καραμανλή του '80 στον Μητσοτάκη του Zoom
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στις πρώτες συνόδους κορυφής της ΕΟΚ, μιλούσε ελληνικά, με διερμηνεία. Ήξερε τι έκανε. Ήξερε πως ο λόγος του δεν εκπροσωπούσε απλώς έναν πολιτικό εκπροσωπούσε μια ιστορία, έναν πολιτισμό, μια χώρα που διεκδικούσε ρόλο. Οι σημερινοί πολιτικοί όμως, κυρίως της φιλελεύθερης τεχνοκρατικής κοπής, λειτουργούν σαν υπάλληλοι διεθνών ομίλων: με ορολογία Harvard, ύφος consulting- με ύφος περισπούδαστου συμβουλάτορα και ψυχολογία επαρχιώτη που θέλει να μπει στο πάρτι χωρίς να τον καταλάβουν.
Δεν είναι θέμα γλωσσομάθειας, είναι θέμα ταυτότητας
Το να γνωρίζει κανείς ξένες γλώσσες είναι προφανώς προσόν. Το να επιλέγει όμως συστηματικά να παραμερίζει τη μητρική του, είναι ένδειξη υποτέλειας. Και μάλιστα, μιας υποτέλειας που έχει βαπτιστεί «ρεαλισμός», «ευελιξία», «προσαρμοστικότητα» οι κλασικές λέξεις-καμουφλάζ της απώλειας εθνικού σθένους.
Η ανάγκη για μια νέα στάση
Χρειαζόμαστε πολιτικούς που να μη ντρέπονται για τη γλώσσα τους. Που να μην παίζουν τους "διεθνείς παράγοντες" με ψευτοπροφορά και νεοφιλελεύθερο αυτισμό. Που να μπορούν να καθίσουν σε ένα διεθνές τραπέζι και να πουν: "Θα μιλήσω ελληνικά. Όποιος θέλει, ας με μεταφράσει".
Η γλώσσα δεν είναι απλώς εργαλείο επικοινωνίας. Είναι δήλωση παρουσίας. Κι όταν η παρουσία σου στηρίζεται στην απουσία του εαυτού σου, τότε δεν είσαι συνομιλητής. Είσαι κομπάρσος.
Ίσως θα έπρεπε να θεσπιστεί μια νέα εθνική επέτειος: η Ημέρα Υπουργικής Υποταγής, όπου οι Έλληνες αξιωματούχοι θα διαγωνίζονται στο ποιος θα πει το πιο κενολόγο "statement" στα πιο σωστά αγγλικά, με φόντο κάποια σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Bonus πόντοι για όποιον καταφέρει να περάσει ολόκληρη παρουσίαση χωρίς ούτε μία ελληνική λέξη ούτε καν "φιλότιμο".
Και ποιος ξέρει; Αν συνεχίσουμε έτσι, σε λίγα χρόνια μπορεί και να έχουμε Υπουργείο Εθνικής Αγγλικής Γλώσσας (ΥΕΑΓ), με υποτμήμα turkish soft skills.
Μέχρι τότε, κρατήστε την ελληνική γλώσσα ζωντανή, έστω και στο καφενείο. Γιατί αν περιμένουμε από τους κυβερνώντες να την υπερασπιστούν, μάλλον θα καταλήξει να μιλιέται μόνο σε μεταγλωττισμένες ταινίες εποχής.
Είναι πραγματικά αστείο και ταυτόχρονα εξαιρετικά θλιβερό να βλέπεις τον σύγχρονο πολιτικό κόσμο να αναγάγει τη γνώση αγγλικών σε κριτήριο αξίας και ικανότητας. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης, οι οπαδοί του για παράδειγμα, καυχώνται για την άπταιστη προφορά του, τη "διαρκώς επιμελημένη" αγγλική του ομιλία, και όλοι παραληρούν, σα να πρόκειται για κάποιο πολιτικό επίτευγμα. Και όμως, όταν η συνείδηση της ελληνικής γλώσσας εξορίζεται από τα διεθνή fora- τις διεθνείς συναντήσεις και η φωνή του Έλληνα αξιωματούχου μιλά μόνο με στυλ BBC και προφορά Oxford, το μόνο που πετυχαίνει είναι να στέλνει ένα μήνυμα όχι μόνο εσωτερικής υποταγής, αλλά και αυτοεκμηδένισης.
Αυτή η ανάγκη να φανεί κάποιος «πολιτισμένος» ή «κοσμοπολίτης» απορρίπτοντας τη γλώσσα του, ως κάτι που δήθεν δεν έχει τη "δύναμη" ή τη «σοβαρότητα» να εκπροσωπήσει μια σύγχρονη χώρα, είναι όχι μόνο γελοία αλλά και επικίνδυνη. Γιατί δεν είναι απλώς θέμα γλωσσικής ικανότητας. Αν ήταν, θα αρκούσε να μιλήσουμε με διερμηνείς. Το ζήτημα είναι η πολιτική υποταγή, το γεγονός ότι οι πολιτικοί μας βάζουν την ελληνική γλώσσα κάτω από τον μανδύα της παγκόσμιας «πολιτικής ορθότητας», μιας πολιτικής ταυτότητας που προβάλλει την αίσθηση του «εκσυγχρονισμού» και της «ευρωπαϊκής ταυτότητας» ως ανώτερη και πιο αξιόπιστη.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν φοβούνται να μιλήσουν τη γλώσσα τους. Οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Ιταλοί, ακόμη και οι Ισπανοί το κάνουν με υπερηφάνεια, γιατί η γλώσσα τους δεν είναι απλώς εργαλείο επικοινωνίας· είναι δήλωση εθνικής παρουσίας, πολιτιστικής ταυτότητας. Ενώ εμείς, οι Έλληνες, προτιμούμε να επιλέξουμε τα αγγλικά σαν το "ευγενικό" εργαλείο για να συμμετέχουμε, αποδεχόμενοι πλήρως τη θέση του «υπηκόου» που προσπαθεί να μιλήσει τη γλώσσα των αφεντικών, για να φανεί «ήπιος» και «εκσυγχρονισμένος».
Η γλώσσα, όμως, δεν είναι απλώς ένας τρόπος επικοινωνίας. Είναι όπλο και δήλωση. Όταν εγκαταλείπουμε τη γλώσσα μας, αποδομούμε την πολιτική μας υπόσταση. Γινόμαστε απλώς θεατές σε έναν διεθνή χορό όπου οι άλλοι έχουν λόγο και εμείς απλώς παρακολουθούμε. Αν η γλώσσα δεν είναι πολιτική πράξη, τότε τι είναι; Αν οι πολιτικοί μας φοβούνται να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα που εκφράζει τη δική μας ιστορία, την πολιτισμική μας κληρονομιά, τον ίδιο μας τον πολιτισμό, τότε δεν έχουν θέση στα διεθνή τραπέζια. Δεν είναι ηγεσία, είναι υποταγή.
Αλλά δεν είναι μόνο η γλώσσα. Είναι η στάση μας. Είμαστε έτοιμοι να παραδοθούμε στην υποτίμηση, να κρύψουμε την ταυτότητά μας, απλώς για να κερδίσουμε κάποιους «πόντους» στους διεθνείς δανειστές της εικόνας και της επιτυχίας. Μην μιλάτε για εκσυγχρονισμό αν δεν έχετε τολμήσει να μιλήσετε τη γλώσσα σας με το κεφάλι ψηλά. Μην ξεχνάτε, σε λίγα χρόνια, ίσως χρειαστεί να γιορτάσουμε την Παγκόσμια Ημέρα Υπουργικής Υποταγής. Και αν συνεχίσουμε έτσι, μπορεί και να έχουμε Υπουργείο Εθνικής Αγγλικής Γλώσσας – φυσικά με Υποτμήμα Turkish Soft Skills για την καλή θέληση.
🙏 Αν σου άρεσε αυτό το άρθρο και θέλεις να στηρίξεις τη δουλειά μου,
0 Σχόλια
Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.
Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε